πολυμερές

πολυμερές
το, Ν
συν. στον πληθ. τα πολυμερή
χημ. βλ. πολυμερής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυμερές — πολυμερής consisting of many parts masc/fem voc sg πολυμερής consisting of many parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχλωράλη — Πολυμερές της χλωράλης, που σχηματίζεται με επίδραση θειικού οξέος. Είναι στερεό κρυσταλλικό σώμα και μπορεί με απόσταξη να δώσει πάλι χλωράλη. Αυτή η διπλή μετατροπή της μ. χρησιμοποιείται στον καθαρισμό τη χλωράλης. * * * η χημ. στερεό… …   Dictionary of Greek

  • στερεοκανονικός — ή, ο, Ν χημ. (για φυσικό ή συνθετικό πολυμερές) 1. αυτός στού οποίου τα μακρομόρια η μονομερής μονάδα επαναλαμβάνεται κατά καθορισμένο τρόπο ως προς τον άξονα τών μακρομορίων 2. φρ. α) «ισοτακτικό στερεοκανονικό πολυμερές» πολυμερές στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… …   Dictionary of Greek

  • σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • мъногочастьнъ — (1*) пр. Состоящий из многих частей: аще бо тѣло члч(с)ко многоч(с)тно сыи. не ѿлагаеть ничтоже свои(х). ѹдовъ. но ко всѣмъ ѹдо(м) нерасторгновенно сьединенье имы себѣ есть согл(с)но и мирно. (πολυμερές) ЖВИ XIV–XV, 102б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • κολλωδιοβάμβακας — ο πολυμερές προϊόν) παράγωγο τής κυτταρίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”